DAKTİLO
Beyaz boksör-don giydiğini hatırlıyorum ve orasını
karıştırmasını... Sanırım onunla ilgili en yakın hatıram bu.
Ortalığa gelişigüzel bırakılmış kâğıtları,
ya da boksör-donu... Tam boşluk da sayılmaz, lekeli bir beyazlık.
Bana birşey kalmalıydı ondan.
O gün bu daktiloyu seçtim: ‘50 modeli, a-klavye. Tuşları
güç bela kımıldıyor ve eğri basıyor bazı harfleri.
Ama hayal ettim ki, gençlik şiirlerini yazmış olmalıydı onunla
—parmakları titreyerek aşktan—
ve sonra, büyüdüğümde, bana armağan etmişti
ilk sevgili daktilosunu.
Onu başköşesine koydum odamın, şık bir fanusla aydınlatıp...
Ve herkese anlata anlata ben de inandım
kendime uydurduğum anıya.
Aslında kaçmak için o, iğneden ipliğe herşeyi satıp savarken
sokağa yığdığı çer çöpten çıkarmıştım
şu daktilocuğu. Alelacele,
–atık meyve çekirdekleri üstüne konan ürkek bir serçecik gibi–
birşeyler çaldığım görünmeden...
Londra, 2000
THE TYPEWRITER
I remember that he used to wear white boxers, and where
he used to scratch… And that is the only image I have retained of him.
His papers, scattered around the house, and indeed, his boxers.
Not quite a vacuum but a huge blank with stains:
he should have left something for me as a souvenir.
I chose this typewriter myself that day, 50s, A-keyboard,
keys hardly shift, some characters appear crooked.
But I imagined him young, typing his love poems
—his fingers trembling with emotion—
then I imagined he gave it to me as a gift, when I was older,
this typewriter, his very first treasure.
I put it in the place of honour, in my room,
the oil-lamp shining on it through a smart chimney.
And by recounting this story to everyone, time after time,
I began to believe that it was all true, what I had dreamed up!
In fact, to leave us behind he’d sold the whole kit and boodle,
and like a fearful sparrow pecking on discarded fruit,
I pulled this typewriter out
from a pile of his litter at our doorstep,
and hurried back into the house lest I should be called a thief.
London, 2000
Translated by Taner Baybars
Η ΓΡΑΦΟΜΗΧΑΝΉ
Θυμάμαι πως έβαζε το λευκό μποξεράκι της και πως γρατζουνούσε
εκεί... Είναι η μοναδική εικόνα της που έχω διατηρήσει.
Τα χαρτιά της σκορπισμένα στο δωμάτιο και βέβαια
το μποξεράκι της... μιας άσπιλης λευκότητας
και που δεν έμοιαζε ποτέ τελείως άδειο.
Κάτι απ' αυτήν θα έπρεπε ωστόσο να μου είχε απομείνει.
Διάλεξα τη γραφομηχανή αυτή μια μέρα κάπου
τη δεκαετία του '50, ειδικό πληκτρολόγιο,
τα πλήκτρα μετά δυσκολίας πατιόνταν και κάποιοι χαρακτήρες
έβγαιναν στραβοί.
Αλλά μ αρέσει να τη φαντάζομαι να γράφει τα νεανικά του ποιήματα
—τα χέρια του να τρέμουν με συγκίνηση—
κι έπειτα τον φαντάζομαι να μου τη χαρίζει, εμένα
όταν μεγάλωσα, την πολυαγαπημένη πρώτη του γραφομηχανή.
Την τοποθέτησα λέει σε περίοπτη θέση μες στο δωμάτιο μου,
τη φώτιζα με μια ωραία λάμπα...
Κι επαναλαμβάνοντας σ'όλον τον κόσμο αυτήν την ιστορία
στο τέλος πίστεψα που ό'τι φαντάστηκα ήταν αληθινό.
Στην πραγματικότητα την αγόρασα όπως ήτανε,
με τη θήκη της κι όλα,
από κάποιον που πουλάνε όσο-όσο στο δρόμο
τα υπάρχοντά του για να φύγει μακριά
και σαν σπουργίτι τρομαγμένο που τσιμπολογά στα πεταχτά
τα πεταμένα φρούτα,
βιάστηκα να χωθώ ξανά στο σπίτι μου μην τύχει
και με κατηγορήσουν πως την έκλεψα...
Λονδίνο, 2000
Μετάφραση: Ζ.Δ. Αϊνάλης